- τεχνίτην
- τεχνί̱την , τεχνίτηςartificermasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσζεύγνυμι — Α 1. συνάπτω στον ζυγό, ενώνω με ζυγό κάτι με κάτι άλλο («προσζεύγνυμι τὸ ἄροτρον», Πορφ.) 2. συνδέω, συναρμόζω (α. «τή ὕλῃ τὸν τεχνίτην προσέζευξεν», Πλούτ. β. «ἡ τὸ πηδάλιον προσέζευκται», Αριστοτ.) 3. παθ. προσζεύγνυμαι συνέχομαι, συνορεύω («ἡ … Dictionary of Greek
τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας … Dictionary of Greek